Διδακτορικές Διατριβές

Τίτλος Διατριβής

Υποψήφιος διδάκτωρ

Supervisor

Υποψήφια Διδάκτωρ: 
Ευφροσύνη Κουτσογιάννη
Τριμελής Επιτροπή: 
Μάρθα Κατσαρίδου, Κώστας Μάγος, Αναστασία Κεσίδου
 

Η διδακτορική διατριβή επιχειρεί να διερευνήσει τη συμβολή των μορφών του Εφαρμοσμένου Θεάτρου στον μετασχηματισμό των αντιλήψεων και στην ενδυνάμωση μιας ομάδας αστέγων συμπολιτών μας, μέσα από το πρίσμα της θεωρίας της μετασχηματίζουσας μάθησης του Mezirow και του κριτικoύ στοχασμού του Freire, οι οποίοι αποτελούν σημαντικοί πυλώνες στην εκπαίδευση των ενηλίκων. Κοινός τόπος των δύο θεωριών είναι η επανεξέταση, ο επαναπροσδιορισμός και η αναθεώρηση εγχαραγμένων αντιλήψεων της υπό διερεύνηση ομάδας που δύνανται να οδηγήσουν σε παρωθητικές αλλαγές και ανάληψη δράσης για την ενδυνάμωσή τους. Παράλληλα, οι ποικίλες μορφές του Εφαρμοσμένου Θέατρου μέσω της πολύπλευρης αξιοποίησης των κωδίκων του θεάτρου και του δράματος θέτουν ως στόχο την προσωπική και κοινωνική αλλαγή, δηλαδή τη βελτίωση του εαυτού, της κοινότητας και της κοινωνίας. Μέσα από τη σπειροειδή διαδικασία της μεθοδολογίας της έρευνας-δράσης που επιλέγεται στην παρούσα διατριβή και που πρόκειται να πραγματοποιηθεί στον Ξενώνα Αστέγων της πόλης του Βόλου, διερευνώνται (α) αν και σε ποιο βαθμό δύναται το θέατρο να προσφέρει ένα ασφαλές πεδίο κατάθεσης και έκφρασης των προσωπικών βιωμάτων, συναισθημάτων και αξιών και (β) αν μπορεί να ενδυναμώσει και να ενισχύσει την κοινωνική ενσωμάτωση των μελών της ομάδας μέσα από την αυτοθέαση και τον εκ νέου αυτοπροσδιορισμό.

Ευφροσύνη Κουτσογιάννη

Μάρθα Κατσαρίδου

Υποψήφιος Διδάκτωρ: 
Αικατερίνη Χατζηγεωργίου
Τριμελής Επιτροπή: 

Μάρθα Κατσαρίδου, Κώστας Μάγος, Φίλιππος Τεντολούρης

Εμβαθύνοντας θεωρητικά στις μορφές του Εφαρμοσμένου Θεάτρου και κυρίως σε εκείνες που αφορούν στην κοινωνική του διάσταση και συνδέοντάς τες με τα συμπεράσματα από κοινωνικές έρευνες που έχουν διεξαχθεί αναφορικά με τη συμπεριφορά, τις ανάγκες και την καθημερινότητα των παιδιών-τροφίμων σε κέντρα παιδικής μέριμνας, στόχος της διδακτορικής διατριβής είναι η κοινωνική ενδυνάμωση των ανήλικων παιδιών στο Ορφανοτροφείο του Βόλου μέσα από την αξιοποίηση του θεάτρου. Ως μεθοδολογικό εργαλείο θα χρησιμοποιηθεί η έρευνα δράσης, που αφενός προσφέρεται για μικρές ερευνητικές ομάδες, όπως η ομάδα των παιδιών στο Ορφανοτροφείου του Βόλου και αφετέρου έχει απώτερο σκοπό τη βελτίωση-αλλαγή της καθημερινής πρακτικής, γεγονός που επιδιώκεται να επιδράσει ευεργετικά στα εμπλεκόμενα με τη διδακτική πράξη άτομα. Πριν τη διεξαγωγή της κυρίως έρευνας, έχει προγραμματιστεί πιλοτική εφαρμογή με στόχο την ουσιαστική επαφή της ερευνήτριας με τα μέλη της ομάδας για τη διερεύνηση των πραγματικών τους επιθυμιών, ανησυχιών και αναγκών. Τα ερευνητικά ευρήματα της διατριβής φιλοδοξούν να αποτελέσουν ένα σημαντικό βήμα για να διερευνηθεί περαιτέρω η συμβολή του θεάτρου σε ευάλωτες κοινωνικές ομάδες, όπως τα παιδιά-τρόφιμους σε Ορφανοτροφεία, καθώς οι σχετικές έρευνες είναι περιορισμένες στην Ελλάδα.

Αικατερίνη Χατζηγεωργίου

Μάρθα Κατσαρίδου

Υποψήφιος Διδάκτωρ: 
Δήμητρα Πάσιου
Τριμελής Επιτροπή: 
Μάρθα Κατσαρίδου, Κώστας Μάγος, Δαμιανός Κωνσταντινίδης
 

Η παρούσα έρευνα εντάσσεται στο πεδίο του Θεάτρου στις Φυλακές. Εκκινώντας από τις θεωρητικές προσεγγίσεις της προβληματίζουσας εκπαίδευσης του Freire, της μετασχηματίζουσας μάθησης, της εκπαιδευτικής φιλοσοφίας του Dewey, των θεωριών της αποχής από την παραβατικότητα, της εκπαίδευσης ενηλίκων, αλλά και της διαπολιτισμικής εκπαίδευσης, η έρευνα αφορά στην ανάπτυξη κινήτρων και διάθεσης των κρατουμένων για αλλαγή και διαμόρφωση νέων ατομικών και συλλογικών ταυτοτήτων. Ειδικότερα, μέσα από τη δημιουργία και λειτουργία ενός θεατρικού εργαστηρίου στόχος της έρευνας είναι η διαμόρφωση ενός δυνατού συνόλου (ensemble) όπου θα συνεργάζεται και θα αλληλεπιδρά, θα ενδυναμώνεται και θα αναστοχάζεται, δίνοντας, ταυτόχρονα, στα μέλη τη δυνατότητα να οραματιστούν μια άλλη ταυτότητα, έξω από την παραβατικότητα.

Δήμητρα Πάσιου

Μάρθα Κατσαρίδου

Υποψήφιος Διδάκτωρ: 
Έλενα Βισέρη
Τριμελής Επιτροπή: 
Νίκη Νικονάνου, Γιάννης Πεχτελίδης, Παναγιώτης Κανελλόπουλος
 

Η Διδακτορική Διατριβή με τίτλο «Μουσεία ως πολιτιστικά κοινά: συμμετοχικές εκπαιδευτικές δράσεις και παρεμβάσεις» μελετά την έννοια της συμμετοχής στη μουσειακή πράξη μέσα από τη θεωρία των εκπαιδευτικών και των πολιτιστικών κοινών. Υπό αυτό το πρίσμα, επιχειρεί να εξετάσει ζητήματα της κριτικής πολιτισμικής διαμεσολάβησης, όπως η συμμετοχή και η ενεργή πολιτειότητα ατόμων και κοινοτήτων και ο εκδημοκρατισμός του μουσείου, τόσο μέσα από βιβλιογραφική επισκόπηση του θέματος όσο και μέσα από τον σχεδιασμό και την υλοποίηση πειραματικών εφαρμογών σε μουσεία και χώρους πολιτισμού.

Έλενα Βισέρη

Νίκη Νικονάνου

Υποψήφιος Διδάκτωρ: 
Φωτεινή Βενιέρη
Τριμελής Επιτροπή: 
Νίκη Νικονάνου, Αλέξάνδρα Μπούνια, Ανδρομάχη Γαζή
 

Η διατριβή εστίασε στη διερεύνηση του μουσειακού θεάτρου και συγκεκριμένα στην εξέταση της ιστορικής του πορείας, των λειτουργιών και των δυνατοτήτων του στο σύγχρονο μουσειακό περιβάλλον.Για τη διερεύνηση του πεδίου πραγματοποιήθηκε πρωτογενής και δευτερογενής έρευνα. Συγκεκριμένα, πραγματοποιήθηκε εκτενής βιβλιογραφική έρευνα στα πεδία της μουσειολογίας, θεατρολογίας και μουσειοπαιδαγωγικής καθώς και των θεωρητικών προσεγγίσεων που άπτονται της ερμηνείας της πολιτισμικής κληρονομιάς, η οποία συμπληρώθηκε από επιτόπιες ερευνητικές δραστηριότητες που περιελάμβαναν παρατήρηση και ανάλυση εφαρμογών μουσειακού θεάτρου και συγκέντρωση δεδομένων σχετικά με τις αντιλήψεις των υπευθύνων. Στη συνέχεια πραγματοποιήθηκε πρωτογενής έρευνα με τη μορφή των μελετών περίπτωσης και τη συστηματική και σε βάθος εξέτασή τους αναφορικά με την παραγωγή έργων μουσειακού θεάτρου και την πρόσληψή τους από το κοινό. Τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν ότι το θέατρο ως μέσο μουσειακής ερμηνείας μπορεί να συμβάλει σε ένα διάλογο μεταξύ διαφορετικών πολιτισμικών στοιχείων και ερεθισμάτων, εφόσον έχει προηγηθεί ένας ανάλογος σχεδιασμός που ενσωματώνει τις προβληματικές των σχετικών επιστημονικών συζητήσεων και λαμβάνει υπόψη τους παράγοντες που επηρεάζουν τη συμπεριφορά του κοινού. Η ευπλαστότητα του θεάτρου, ο πλούτος των εκφραστικών του μέσων και η δυνατότητα ανάδειξης σύνθετων ζητημάτων με απλό τρόπο προσφέρουν την δυνατότητα διαμόρφωσης προγραμμάτων που ανταποκρίνονται σε διαφορετικές μαθησιακές ανάγκες και εμπλέκουν διαφορετικές κοινωνικές και ηλικιακές ομάδες. Με αυτόν τον τρόπο διευκολύνεται η πρόσβαση των επισκεπτών/τριών και δημιουργείται ένας πόλος σκέψης και προβληματισμού για το κοινό του μουσείου. Επιπλέον, το μουσειακό θέατρο μπορεί να είναι εξίσου αποτελεσματικό στην υποστήριξη της μαθησιακής διαδικασίας που συντελείται στο μουσειακό περιβάλλον. Παρολ’αυτά, είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η κατανόηση των μουσειακών αφηγημάτων, η κριτική εμπλοκή, όπως και άλλες παράμετροι που εξετάστηκαν στο πλαίσιο της παρούσας διατριβής, δεν αποτελούν καθολικά και αναπόφευκτα αποτελέσματα ενός προγράμματος μουσειακού θεάτρου. Αντίθετα, προϋποθέτουν μια εστιασμένη προσέγγιση και ένα σημαντικό όγκο δουλειάς από την πλευρά του μουσείου, των σχεδιαστών/ριών και των ηθοποιών.Συνοψίζοντας, η διατριβή επιβεβαίωσε αποτελέσματα προηγούμενων ερευνών, έφερε νέα ευρήματα στο φως που αφορούν το χαρακτήρα του μουσειακού θεάτρου, τον καταλυτικό του ρόλο για την εμπειρία του κοινού, τις προϋποθέσεις σχεδιασμού και υλοποίησης, και έθεσε τις βάσεις για περαιτέρω διερεύνηση του πεδίου. Με βάση τα ευρήματα της διατριβής το μουσειακό θέατρο μπορεί να αποτελέσει ένα δυναμικό πεδίο που θα διευρύνει, θα διαφοροποιήσει και θα επηρεάσει καθοριστικά τη σχέση των μουσείων με τους/τις επισκέπτες/ριές του και κατ’ επέκταση με το κοινωνικό σύνολο. Οι δυνατότητες που αναδείχθηκαν είναι ποικίλες και μπορούν να συμβάλλουν σημαντικά στον εμπλουτισμό των εμπειριών του κοινού μέσα από την ανάπτυξη εναλλακτικών μουσειακών αφηγημάτων. Το πεδίο εφαρμογών είναι ευρύ και ανοιχτό για καινοτομίες και μπορεί να προσφέρει νέους δρόμους βιωματικής και κριτικής προσέγγισης του μουσειακού υλικού.

http://hdl.handle.net/10442/hedi/39972

Φωτεινή Βενιέρη

Νίκη Νικονάνου

Υποψήφιος Διδάκτωρ: 
Γεωργία Κουσερή
Τριμελής Επιτροπή: 
Ειρήνη Νάκου, Γιώργος Κόκκινος, Νίκη Νικονάνου
 

Σκοπός της παρούσας διατριβής ήταν η διερεύνηση του εάν και κατά πόσον παρατηρούνται διαφορές ωςπρος την ιστορική σκέψη που εκφράζουν μαθητές, ηλικίας 12-13 και 15-16 ετών, μελετώντας υλικάκατάλοιπα του παρελθόντος ως ιστορικές πηγές, όταν η εκπαιδευτική αυτή διαδικασία πραγματοποιείταισε σχολικό και σε μουσειακό χώρο. Για τον σκοπό αυτό επιλέχθηκαν να μελετηθούν οι ακόλουθεςσυνθήκες: Α) Η έκφραση ιστορικής σκέψης από μαθητές σε δύο χώρους, το μουσείο και το σχολείο, Β)Η έκφραση ιστορικής σκέψης από μαθητές σε σχέση με τρεις διαφορετικές μορφές παρουσίασης υλικώνκαταλοίπων: ως φυσικά αντικείμενα, με τη μορφή έντυπης απεικόνισής τους και με τη μορφή ψηφιακήςαπεικόνισής τους και Γ) Οι αντιλήψεις των μαθητών ως προς την επεξεργασία υλικών καταλοίπων με τιςτρεις αυτές μορφές παρουσίασής τους και ως προς τους δύο χώρους.Για τη διερεύνηση αυτή, σε θεωρητικό και ερευνητικό επίπεδο αξιοποιήθηκε το έργο σύγχρονωνπροσεγγίσεων της ιστορικής εκπαίδευσης και πιο συγκεκριμένα της «επιστημονικής προσέγγισης»(disciplinary approach) (Asbby, Lee & Shemilt, 2005. Lee, 2005. Seixas 2010. Asbby & Edwards, 2010.Lee, 2011. Shemilt, 2011) και ειδικότερα το έργο για την ερμηνεία της έκφρασης ιστορικής σκέψης σεσχέση με τα υλικά κατάλοιπα στο πλαίσιο αυτής της προσέγγισης (Kriekouki-Nakou, 1996). Για τηνκατανόηση των αντιλήψεων των μαθητών σε σχέση με τις διαφορετικές μορφές παρουσίασης των υλικώνκαταλοίπων και τα διαφορετικά εκπαιδευτικά περιβάλλοντα όπου αναπλαισιώνονται αυτά αξιοποιήθηκαναπόψεις της κοινωνικοπολιτισμικής προσέγγισης (Wertsch, 1998. Barton, 2008).Με βάση το ερευνητικό ερώτημα διεξήχθη πιλοτική (Ν=50 μαθητές) και εμπειρική έρευνα κατά το σχολικό έτος 2009-2010 που συμπεριέλαβε ως Συνολικό Δείγμα 189 μαθητές Γυμνασίου και Λυκείου,από πέντε σχολικές μονάδες που επισκέφτηκαν δύο μουσεία, ενώ μέρος του δείγματος αυτού (Ν=78μαθητές) αποτέλεσε το Δείγμα Συνέντευξης, με σκοπό την εμβάθυνση στη σκέψη και τις αντιλήψεις τωνμαθητών με βάση τη διεξαγωγή προσωπικών συνεντεύξεων. Για τη συλλογή των δεδομένωνχρησιμοποιήθηκαν τα εργαλεία του ερωτηματολογίου, της ημιδομημένης συνέντευξης και τηςπαρατήρησης. Η ανάλυση των δεδομένων έγινε με ποιοτική ανάλυση περιεχομένου.Τα ευρήματα έδειξαν ότι οι μαθητές στις περισσότερες απαντήσεις τους εμφανίζονται να κατανοούν τηνιστορική διάσταση των υλικών καταλοίπων που μελέτησαν, δηλαδή αναφέρθηκαν στο υλικό κατάλοιποσυνδέοντάς το με το ιστορικό του πλαίσιο με βάση την ανάκληση και χρήση προϋπάρχουσας ιστορικήςγνώσης ή τη χρήση σχετικής πληροφορίας. Οι μαθητές εξέφρασαν Ερμηνευτική ιστορική σκέψη (τηνυψηλότερη κατηγορία ιστορικής σκέψης σε σχέση με το σχετικό Σύστημα Κατηγοριών Ανάλυσης) σεένα συγκριτικά μικρό αριθμό των απαντήσεών τους, ένα αποτέλεσμα που φαίνεται να σχετίζεται με την«παραδοσιακή» εκπαίδευση, σύμφωνα με την οποία οι μαθητές διδάσκονται να αναπαράγουν τηνιστορική αφήγηση των σχολικών τους βιβλίων. Παρόλα αυτά, η έκφραση Ερμηνευτικής ιστορικής σκέψηςστις απαντήσεις των μαθητών εμφανίστηκε να επηρεάζεται από τον ιστορικό ή μη ιστορικό χαρακτήρατων ερωτήσεων, από τον τύπο των ασκήσεων που χρησιμοποιήθηκαν αλλά και τον τύπο των υλικώνκαταλοίπων που μελετήθηκαν. Επομένως, επηρεάστηκε από την εκπαιδευτική προσέγγιση στην οποίαβασίστηκαν όλες οι προηγούμενες παράμετροι. Παράγοντες όπως η ηλικία και το φύλο των μαθητώναλλά και το πολιτισμικό κεφάλαιό τους φαίνεται ότι επηρέασαν την έκφραση ιστορικής σκέψης. Ημελέτη υλικών καταλοίπων του παρελθόντος ως φυσικών αντικειμένων στο μουσείο βοήθησε τουςμαθητές να αντιληφθούν την ιστορικότητά τους και να εκφράσουν ιστορική σκέψη, παρά το ότι δεν είχαν κάποιου είδους αντίστοιχη συστηματική εκπαιδευτική εμπειρία από τη σχολική τους εκπαίδευση. Όσον αφορά τις αντιλήψεις των μαθητών ως προς τις τρεις διαφορετικές μορφές παρουσίασης των υλικώνκαταλοίπων του παρελθόντος και τους δύο διαφορετικούς χώρους (σχολείο και μουσείο), τα ευρήματατης παρούσας έρευνας έδειξαν ότι οι μαθητές αντιλαμβάνονται τα πλεονεκτήματα της μελέτης υλικώνκαταλοίπων στο μουσείο, συνδέοντάς τα κυρίως με τις δυνατότητες πρόκλησης ιστορικής προοπτικής,κατανόησης του ιστορικού πλαισίου και αναπλαισίωσης του αντικειμένου στον ιστορικό χρόνο καιχρόνο.

http://hdl.handle.net/10442/hedi/38730 

Γεωργία Κουσερή

Ειρήνη Νάκου

Υποψήφιος Διδάκτωρ: 
Μαρία Βλαχάκη
Τριμελής Επιτροπή: 
Ειρήνη Νάκου, Άννα Βιδάλη, Κώστας Μάγος
 

Κύριο θέμα της συγκεκριμένης διδακτορικής μελέτης αποτελεί η χρήση των ιστοριών ζωής ως μουσειακά εκθέματα και εκπαιδευτικά μέσα για την παρουσίαση της σύγχρονης μετανάστευσης στην Ελλάδα. Μέρος των ερευνητικών δεδομένων αποκαλύπτει τη σημασία των ιστοριών ζωής για την ενίσχυση της διαπολιτισμικής επικοινωνίας στο μουσειακό περιβάλλον και την ανάπτυξη της πολιτισμικής ενσυναίσθησης ανάμεσα στα γηγενή κι αλλοδαπά παιδιά ηλικίας πέντε και έντεκα χρόνων. Η κατάλληλη παιδαγωγική προσέγγιση του άυλου πολιτισμικού υλικού είναι δυνατόν να επηρεάσει θετικά τις αντιλήψεις των παιδιών για τον εθνοπολιτισμικά «άλλο». Η έρευνα περιλαμβάνει σημαντικά ευρήματα για τη στάση των παιδιών απέναντι στο «κρυμμένο», μεταναστευτικό παρελθόν και πολιτισμό. Επιπρόσθετα, υπογραμμίζεται η αξία της προφορικής ιστορίας ως μια διαδικασία διαρκούς συνεργασίας και διασύνδεσης ανάμεσα στα μουσεία και την τοπική κοινωνία. Επισημαίνεται ακόμη ο νέος κοινωνικός ρόλος του μουσείου ως «ανοιχτός» χώρος, όπου όλα τα μέλη της τοπικής κοινότητας, με ελληνική ή διαφορετική εθνοπολιτισμική καταγωγή, μπορούν να συμμετέχουν ισότιμα στη διαπραγμάτευση, την κατασκευή και επανακατασκευή της πολιτισμικής τους ταυτότητας.

http://hdl.handle.net/10442/hedi/41664

Μαρία Βλαχάκη

Ειρήνη Νάκου

Υποψήφιος Διδάκτωρ: 
Δέσποινα Καλεσοπούλου
Τριμελής Επιτροπή: 
Δόμνα Κακανά Αλεξάνδρα Μπούνια
 

Σκοπός της παρούσας διατριβής ήταν να εξετάσει το φαινόμενο της ανάπτυξης παιδοκεντρικών μουσειακών χώρων και να προσφέρει βαθύτερη κατανόηση ως προς τις μορφές οργάνωσης και χρήσης τους, τους τρόπους με τους οποίους τα παιδιά αλληλεπιδρούν με το εκθεσιακό περιβάλλον, καθώς και το είδος της εμπειρίας που αυτά αποκομίζουν από την επίσκεψή τους, αξιοποιώντας το οικολογικό-ενσώματο επιστημολογικό παράδειγμα.Προς τον σκοπό αυτό οργανώθηκε εμπειρική έρευνα, η οποία περιλάμβανε δύο φάσεις. Κατά την προκαταρκτική φάση χαρτογραφήθηκαν τα μουσεία που αξιοποιούν παιδοκεντρικές εκθεσιακές τεχνικές στην Ελλάδα, με χρήση ερωτηματολογίου στους φορείς που έχουν ειδικούς χώρους ή παιδοκεντρικές ρυθμίσεις εντός του γενικού εκθεσιακού χώρου (συμμετείχαν 199 μουσεία), καθώς και με επιτόπιες επισκέψεις, συνεντεύξεις και βιβλιογραφική/διαδικτυακή έρευνα σε παιδοκεντρικά μουσεία που λειτουργούν ως αυτόνομοι φορείς. Η κύρια φάση της έρευνας διεξήχθη σε δύο ελληνικά μουσεία, που επιλέχθηκαν ως χαρακτηριστικές μελέτες περίπτωσης παιδοκεντρικών μουσειακών περιβαλλόντων: στο Ελληνικό Παιδικό Μουσείο, ως παράδειγμα αυτόνομου παιδοκεντρικού οργανισμού, και στον «Ερευνότοπο», την παιδική πτέρυγα του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας Κρήτης, ως παράδειγμα παιδοκεντρικά σχεδιασμένου χώρου μέσα σε μουσείο γενικού κοινού. Στην έρευνα συμμετείχαν συνολικά 60 παιδιά 4-12 ετών και 60 γονείς (30 παιδιά και οι γονείς τους σε κάθε μουσείο) καθώς και 14 επαγγελματίες των δύο αυτών φορέων. Αξιοποιώντας τις οικολογικές θεωρίες των προσφερόμενων δυνατοτήτων του James Gibson, των συμπεριφορικών πλαισίων του Roger Barker και των εμφωλευμένων συστημάτων του Urie Bronfenbrenner, εφαρμόστηκε μια καινοτόμος μεθοδολογική προσέγγιση, η οποία επέτρεψε την εξέταση του φαινομένου των παιδοκεντρικών μουσείων από το μικρο-συστημικό μέχρι το μακρο-συστημικό επίπεδο. Ειδικά σε ό, τι αφορά τις μελέτες περίπτωσης, αξιοποιήθηκαν ποικίλες μέθοδοι για τη συλλογή και την ανάλυση των εμπειρικών δεδομένων, όπως η παρατήρηση, η συνέντευξη και η φωτογράφιση από τα ίδια τα παιδιά, οι οποίες αποτύπωσαν τόσο την οπτική του φορέα σχετικά με το σκεπτικό ανάπτυξης, οργάνωσης και λειτουργίας του (προωθούμενη χρήση εκθεσιακού περιβάλλοντος), όσο και την οπτική των παιδιών ως προς τις ποιότητες του εκθεσιακού περιβάλλοντος που έχουν προσωπική σημασία για τα ίδια (πραγματική και προτιμώμενη χρήση).Τα ευρήματα έδειξαν ότι υπάρχει μικρή διάχυση των παιδοκεντρικών τεχνικών στα μουσεία της χώρας, αν και επικρατεί θετικό κλίμα, ενώ υπάρχει ανάγκη για καλύτερη κατανόηση των χαρακτηριστικών του παιδοκεντρικού σχεδιασμού. Στο πλαίσιο αυτό, η διατριβή έρχεται να προσφέρει ένα χρήσιμο σώμα πληροφοριών. Οι ψυχοπαιδαγωγικές ποιότητες, που αναδύθηκαν ως σημαντικές για τα παιδιά από το σύνολο των μεθοδολογικών εργαλείων στα παιδοκεντρικά περιβάλλοντα που εξετάστηκαν, οργανώθηκαν γύρω από επτά άξονες: ενσώματη προσέγγιση, συμβολικές και πραγματολογικές ποιότητες των αντικειμένων, σκαλωσιές για την ενίσχυση των ερμηνευτικών ικανοτήτων, παιχνίδι, επιστημική προσέγγιση και κοινωνική συναναστροφή. Οι άξονες αυτοί έχουν αναλογίες και με τις διαστάσεις της αίσθησης του τόπου, που τα παιδοκεντρικά μουσεία βρέθηκε να δημιουργούν στα παιδιά. Τέλος, η τριμερής ταξινομία προσφερόμενων δυνατοτήτων, που αναπτύχθηκε ειδικά για το μουσειακό περιβάλλον, υπενθυμίζει όλα τα δομικά και λειτουργικά στοιχεία που είναι σημαντικό να ενισχύονται, έτσι ώστε οι συμπεριφορικές δυνατότητες του επισκέπτη να υποστηρίζονται από ένα εκθεσιακό περιβάλλον, που διέπεται από πολυλειτουργικότητα και ποικιλομορφία.

http://hdl.handle.net/10442/hedi/38267

Δέσποινα Καλεσοπούλου

Νίκη Νικονάνου

Υποψήφιος Διδάκτωρ: 
Eύη Νάκου
 

Αυτή η διδακτορική διατριβή διερευνά τις δυνατότητες που προσφέρονται όταν κατά τον σχεδιασμό και την υλοποίηση διακαλλιτεχνικών και διαθεματικών διαδικασιών οι εκφάνσεις και οι εκφράσεις του φύλου και της σεξουαλικότητας χαίρουν ίσης βαρύτητας με τα ταξικά και φυλετικά χαρακτηριστικά των υποκειμένων. Τοποθετώντας τον αυτοσχεδιασμό στην καρδιά μιας σειράς διαθεματικών δημιουργικών εργαστηρίων, αυτή η έρευνα επιχειρεί να αμφισβητήσει την αυτάρκεια των ατόμων και την αντικειμενική-αλήθεια υπογραμμίζοντας τη διϋποκειμενικότητα και τη σωματοποίηση. Η διεπιστημονική φύση των εργαστηρίων που θα σχεδιαστούν και θα υλοποιηθούν, θα οδηγήσει σε μια σειρά εκτεταμένων συνεργασιών με υποκείμενα που αυτοπροσδιορίζονται ως γυναίκες καλλιτέχνες από το ευρύτερο φάσμα των παραστατικών και εικαστικών τεχρετικών πηγών, τόσο θεωρητικών, εθνογραφικών όσο και καλλιτεχνικών θα συμβάλει στη σύνθεση μιας συνεκτικής διατριβής η οποία θα λειτουργήσει αλληλοσυμπληρωματικά με την λειτουργία της υβριδικής δημιουργικής πλατφόρμας, όπως αυτή έχει περιγραφεί παραπάνω. 

Eύη Νάκου

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

Υποψήφιος Διδάκτωρ: 
Νίκη Μπαραχάνου
 

Η διδακτορική διατριβή επιχειρεί να διερευνήσει μία σειρά από ερωτήματα που αφορούν τη σχέση τέχνης, δημιουργίας και παιδαγωγικής, μέσα από τη μελέτη  των καλλιτεχνικών πρακτικών τριών μουσικών: της Δήμητρας Τρυπάνη, της Εύας Ματσίγκου και της Λενιώς Λιάτσου. Πρόκειται για τρεις γυναίκες μουσικούς που δραστηριοποιούνται στον χώρο της τέχνης, και ειδικότερα του ήχου και της μουσικής, μέσω της σύνθεσης, της ερμηνείας και της performance. Κοινό τους στοιχείο αποτελεί η διαπραγμάτευση των ορίων ανάμεσα στον πειραματισμό, την καλλιτεχνική πράξη και την κοινωνική διάσταση της τέχνης, ενώ βασικό χαρακτηριστικό του καλλιτεχνικού αλλά και του παιδαγωγικού τους έργου, είναι η χρησιμοποίηση ποικίλων υλικών και πρακτικών. Η μελέτη του έργου τους στο πλαίσιο της διδακτορικής διατριβής γίνεται αντιληπτή ως μία πειραματική διαδικασία διερεύνησης της σχέσης της καλλιτεχνικής δημιουργίας και του έργου τέχνης με τις παιδαγωγικές πρακτικές και, ειδικότερα, με τις μουσικοπαιδαγωγικές πρακτικές. Εξελίσσεται ως συνέχεια του διαλόγου που ξεκίνησε το «κίνημα για τη δημιουργική μουσική εκπαίδευση» αναζητώντας τις νέες σχέσεις, τους νέους χώρους και τις νέες πρακτικές που παράγονται στη συνάντηση του ήχου και της παιδαγωγικής. Τα θεωρητικά εργαλεία που αξιοποιεί ανήκουν στο χώρο που στη βιβλιογραφία περιγράφεται ως critical posthumanism, έναν διάλογο μεταξύ του posthumanism και του new materialism. Ο ρόλος της ύλης και της γλώσσας αναθεωρείται, ενώ ανοίγεται ο χώρος στην ενσώματη και σωματοποιημένη διαδικασία της υποκειμενοποίησης και της παραγωγής γνώσης. Η παιδαγωγικής της διάθλασης (diffractive pedagogy) αλλά και η παιδαγωγική του affect (affective pedagogy) περιγράφουν τέτοιου είδους διαδικασίες παραγωγής της γνώσης. Μέσα από αυτό το θεωρητικό πλαίσιο επιχειρείται η διερεύνηση των σχέσεων που αναπτύσσονται ανάμεσα στα υποκείμενα -ανθρώπινα και μη- της καλλιτεχνικής δημιουργίας αλλά και της παιδαγωγικής πρακτικής. Κυρίως, η μελέτη της αναδιαμόρφωσης και του μετασχηματισμού των πρακτικών -και ειδικότερα των μουσικοπαιδαγωγικών πρακτικών- διδασκαλίας και μάθησης.

Νίκη Μπαραχάνου

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

Υποψήφιος Διδάκτωρ: 
Κωνσταντίνος Κερασοβίτης
 

Η πολιτειότητα είναι μια σύνθετη έννοια, η οποία εμφανίζεται όλο και πιο συχνά στον δημόσιο λόγο, σε ακαδημαϊκά κείμενα, καθώς και στον χώρο της εκπαιδευτικής πολιτικής. Ερωτήματα σχετικά με την πολιτειότητα προκύπτουν καθημερινά στην εκπαίδευση όλων των βαθμίδων, και ειδικότερα στα μουσικά σχολεία. Σκοπός της παρούσας έρευνας είναι να διερευνήσει το γενικό πλαίσιο διαμόρφωσης της πολιτειότητας μέσω της μουσικής εκπαίδευσης, η οποία αποτελεί μία από τις κύριες προτεραιότητες των εκπαιδευτικών συστημάτων. Συγκεκριμένα, θα μελετηθεί το κατά πόσο τα μουσικά σύνολα των μουσικών σχολείων αποτελούν τόποι ανάδειξης, ενίσχυσης και δημοκρατικών αξιών και ενδυνάμωσης της ιδιότητας του πολίτη. 

Η συμβολή της έρευνας αυτής στο πεδίο της μουσικής παιδαγωγικής αφορά στη διερεύνηση και κατανόηση της εμπειρίας που οι μαθητές αποκτούν στο μουσικό σχολείο στο πλαίσιο της συμμετοχής τους στα μουσικά σύνολα και στοχεύει στην ανάδειξη των βιωμάτων πολιτειότητας των μαθητών, στην παρουσίαση των πρακτικών εκείνων που ενισχύουν ή παρεμποδίζουν αυτά τα βιώματα, και τέλος στην εξαγωγή χρήσιμων νέων συμπερασμάτων για τον ρόλο της μουσικής εκπαίδευσης στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα. Κατά συνέπεια, η έρευνα αυτή αποβλέπει στην ανάδειξη νέων ερωτημάτων ικανών να εμπλουτίσουν το πεδίο της μουσικής εκπαίδευσης, δίνοντας απαντήσεις που αφορούν στην κατανόηση της κοινωνικής αξίας της μουσικής συμμετοχής και στην ενδυνάμωση της δικαιοσύνης και της δημοκρατίας. Συγκεκριμένα, φιλοδοξεί να αναδείξει τη συμβολή της μουσικής εκπαίδευσης σε ένα δημοκρατικό σχολείο το οποίο οφείλει να παρέχει στους μαθητές του αξίες όπως η ελευθερία, η δικαιοσύνη, η ισότητα ευκαιριών, η αυτονομία, η συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων. Παράλληλα να καλλιεργεί κοινωνικές και πολιτικές δεξιότητες, όπως η ανάληψη ευθυνών, η συνεργασία, η κοινωνικότητα, η αλληλοκατανόηση, η ενσυναίσθηση, η ελεύθερη έκφραση απόψεων και η δημοκρατική λήψη αποφάσεων. Συνοψίζοντας, ευελπιστώ η έρευνα αυτή να αποτελέσει αφετηρία για αναστοχασμό και περαιτέρω μελέτη σχετικά με την κοινωνική δικαιοσύνη και τον τρόπο που καλλιεργείται και αναπτύσσεται μέσα στο μουσικό σχολείο.

Κωνσταντίνος Κερασοβίτης

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

Υποψήφιος Διδάκτωρ: 
Γιώργος Χαρωνίτης
 

Η διδακτορική διατριβή βρίσκεται σε εξέλιξη και εστιάζει στη μελέτη των πηγών που αναφέρονται στα μουσικοκινητικά παιχνίδια των παιδιών προσχολικής ηλικίας στην τυπική και άτυπη εκπαίδευση της Ελλάδικής επικράτειας του τέλους του 19ου και αρχών του 20ου αιώνα. Mέσα από την ανεύρεση και ανάλυση των διαθέσιμων τεκμηρίων και πηγών της εποχής, η έρευνα προσπαθεί να διαμορφώσει μια κοινωνιολογική θεώρηση των αναπαράστασεων της παιδικής ηλικίας. Σκοπός της δεν είναι να επιβεβαιώσει ή να καταρρίψει σύγχρονες αντιλήψεις που αφορούν το παιδί ή τη μουσικοκινητική αγωγή, αλλά να μελετήσει τις πρακτικές των παιδιών διαφορετικών εθνοτήτων-θρησκειών-κοινωνιών που μεγάλωναν στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα μέσα στη σημερινή Ελλαδική επικράτεια, όπως αυτές αναδύονται μέσα από τα μουσικοκινητικά παιχνίδια τα οποία ασκούσαν, εξετάζοντας ταυτόχρονα τις ιστορικές και κοινωνικές συνθήκες μέσα από τις οποίες τα παιδιά ασκούσαν τα μουσικοκινητικά παιχνίδια. 

Ξεκινώντας από την ανεύρεση, μέσα από πηγές και αρχεία, μουσικοκινητικών παιχνιδιών που ασκούνταν από τα παιδιά προσχολικής ηλικίας σε όλη την Ελλαδική επικράτεια το 19ο αιώνα (έχουν ανευρεθεί και τεκμηριωθεί πάνω από 120 μουσικοκινητικά παιχνίδια μέχρι τώρα), προχωράει στη μελέτη της προσχολικής αγωγής της περιόδου μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα, ερευνώντας την τυχόν εισαγωγή τους ή όχι στην προσχολική αγωγή της εποχής και τη σχέση των παιχνιδιών που εισάγονται στην επίσημη εκπαίδευση με τη “μήτρα” των μουσικοκινητικών παιχνιδιών της καθημερινότητας. 

Στην έρευνα χρησιμοποιούνται αναλυτικά εργαλεία που αναπτύχθηκαν από τον Foucault (1970, 1972) και εξειδικεύτηκαν από το Mitchell Dean (1994, 2010) για να ερευνηθούν οι σχέσεις των αναπαραστάσεων της μουσικής ιδιο-κουλτούρας των παιδιών με τις ευρύτερες ιδεολογικές συνιστώσες της εποχής και την ευρύτερη εκπαιδευτική πολιτική και την ιδεολογία της, όπως, επίσης, και οι σχέσεις παιδικής και ενήλικης ζωής, παιδιών και παιχνιδιού, παιδιών και παιδικής ηλικίας. 

 

Η έρευνα και η ανάλυση των δεδομένων της συνεχίζεται και αναμένεται να ολοκληρωθεί μέχρι την ακαδημαϊκή χρονιά 2021-2022.

 

Γιώργος Χαρωνίτης

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

Υποψήφιος Διδάκτωρ: 
Μαρία Ρήνου
Τριμελής Επιτροπή: 
Νίκη Νικονάνου Άννα Χρονάκη Γιάννης Πεχτελίδης
 

Τα μουσεία αποτελούν ένα από τα κατεξοχήν κοινωνικά πεδία μάθησης, όπου καλλιεργούνται δημιουργικές ιδέες, αναπτύσσονται συναισθήματα και σχέσεις τόσο μεταξύ των ανθρώπων όσο και μεταξύ ανθρώπων και αντικειμένων. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια αντιμετωπίζουν ποικίλες προκλήσεις που σχετίζονται, τόσο με την πολιτική και τη στρατηγική που θα πρέπει να υιοθετήσουν, για να ανταπεξέλθουν στις ανάγκες της εποχής, όσο και στον τρόπο προσέγγισης του κοινού που έχει διαφορετικές απαιτήσεις και ενδιαφέροντα. Η συγκεκριμένη διατριβή φιλοδοξεί αρχικά να καταγράψει την παρούσα πραγματικότητα στη σχέση του μουσείου με την ομάδα κοινού των εφήβων ˗ μαθητών, και να αναλύσει βιωματικές ˗ εκπαιδευτικές δράσεις που προσφέρονται από τα ελληνικά μουσεία με αποδέκτες τη συγκεκριμένη ομάδα μαθητών. Το ερευνητικό πεδίο της διδακτορικής διατριβής, επιδιώκοντας να διερευνήσει ζητήματα που αφορούν το άνοιγμα των μουσείων στην ομάδα των εφήβων ˗ μαθητών, στοχεύει στην έρευνα και τη διοργάνωση συμμετοχικών εκπαιδευτικών ˗ βιωματικών δράσεων με τη χρήση των ψηφιακών μέσων που θα μπορούσαν να συνδράμουν στην ενεργότερη συμμετοχή των εφήβων ˗ μαθητών στο μουσείο που μέχρι τώρα φαίνεται ότι απέχουν ή παραγκωνίζονται από τη μουσειακή πραγματικότητα. Το ερευνητικό ερώτημα που τίθεται στην παρούσα ερευνητική μελέτη είναι το πώς μπορεί να ενισχυθεί η συμμετοχικότητα των εφήβων ˗ μαθητών με εκπαιδευτικές δράσεις που θα αξιοποιούν το μουσείο στο πλαίσιο του μαθήματος της ιστορίας και με ποιον τρόπο θα μπορούσε να ενισχυθεί η επικοινωνία και η αλληλεπίδραση των μουσείων ως πολιτιστικών ιδρυμάτων με την ομάδα κοινού των μαθητών ˗ εφήβων, στους οποίους έχει εντυπωθεί μια πάγια αντίληψη σχετικά με τη διδασκαλία του μαθήματος της ιστορίας και τις μουσειακές επισκέψεις που εντάσσονται στο πλαίσιο αυτό.

Ρήνου, Μ. & Νικονάνου, Ν.(2019). «Δράσεις πληθοπορισμού/crowdsourcing ως συμμετοχικό εργαλείο πολιτισμικής εμπειρίας για νέους: μια ματιά στη μουσειακή πράξη», στα Πρακτικά του Συνεδρίου Youth on the move: Social inclusion Through informal and non-formal learning, Βόλος (υπό έκδοση).

Μαρία Ρήνου

Νίκη Νικονάνου